Αποσπάσματα από κριτικές για το έργο της Λουίζας Κακίση

«…Το ζωγραφικό έργο της Λουίζας Κακίση, ενώ επικοινωνεί με εικονική γλώσσα, συνθέτει εκφραστικά νοητική διεργασία και συναίσθημα. Η ελευθερία στην απόδοση της σύλληψης του θέματος κάθε πίνακα ακολουθεί τους γραπτούς και άγραφους νόμους του ωραίου όχι μόνον σε τυπολογική εκδίπλωση και δόμηση στοιχείων αλλά και στη διαύγεια του αποτελέσματος… Με την προσωπική της ιδιότυπη ζωγραφική τέχνη (γραφή – τέχνη αναγνωρίσιμη) η δημιουργός εξιστορεί καθημερινές του βίου του ανθρώπου στιγμές που στα μάτια του θεατή των πινάκων αντικατοπτρίζεται ο βιταλισμός της ύπαρξης, η μέσα από τα αναπάντεχα συμβάντα χαρά της ζωής, η σάρκωση της αναπαριστάμενης ιδέας μέσα από την ένταση ή την ηρεμία των μορφών και την έκπαγλη φωτεινότητα των χρωμάτων, τη διέγερση της δημιουργού φαντασίας που σφιχτοδένει με τον απόλυτο ρεαλισμό.
Είτε ζωγραφίζει μορφές και αντικείμενα, είτε τοπία της φύσης σε ηρεμία ή αντάρα η ποιητική της εικαστική τέχνη είναι έκδηλη, όπως και η ενοποιητική με το χρώμα και το φως θεατρική αναπαράσταση του δρώμενου…»

Νικολίτσα Γεωργοπούλου-Λιαντίνη, Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Οκτώβριος 2014

«Kάθε φορά που βλέπω έργα της Λουίζας Κακίση αντιλαμβάνομαι και κάτι νέο. Τώρα τελευταία βρίσκω ότι έχει την τάση λιτότητας. Όχι ότι εμφανίζεται ένα είδος μινιμαλισμού ή μιας «φτωχής Τέχνης» (Arte Povera) αλλά ως αποτέλεσμα μιας διαφορετικής εικαστικής τοποθέτησης. Κάτι σαν έξοδος μιας αίσθησης ώριμης, δοσμένης με γλώσσα απλή, κατανοητή, συμμετέχοντας στο κίνητρο που προκαλεί κάθε έργο Τέχνης, σε προσπάθειες που βοηθάνε φιλότεχνους, οι οποίοι έχουν την τάση να αναζητούν μέσα από τα έργα των καλλιτεχνών τρόπους έκφρασης στις προσωπικές τους ζωγραφιές.
Από την πλευρά της Λουίζας Κακίση, σε συνδυασμό με το ταμπεραμέντο της ίσως αυτό να είναι ένα λογικό απαιτούμενο που πηγάζει από τη γενικότερη προσφορά της στην εικαστική Παιδεία προς νέους φοιτητές ως μέλλοντες δημιουργούς και δασκάλους. Τα θέματά της επιλέγονται ορθά-κοφτά, για να παίξουν το ρόλο τους στις διαστάσεις του τελάρου.
Αυτό που μπορούσε να διαβαστεί πρώτιστα στο έργο της είναι το ανεπαίσθητο άγγιγμα του πινέλου στον καμβά. Μια εντύπωση που διατηρείται μέχρι το τέλος της διαδικασίας, προσδιορίζοντας με χρωματικούς σχηματισμούς μοτίβα, τα οποία αποτελούν την κύρια βάση των συνθέσεων στην εικαστική έκφραση, μέσα σ’ένα διάχυτο ψυχολογικό κλίμα απαλλαγμένο από τα φλύαρα αφηγηματικά στοιχεία. Δηλαδή τις γραφικότητες, τις καλλιέπειες, καθώς και τα άλλα που βαραίνουν και αποπροσανατολίζουν τις αρχικές προθέσεις».

Σταμάτης Μεταξάς, Ζωγράφος, Ομότιμος Καθηγητής Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ), Νοέμβριος 2013

«Oι πίνακες ζωγραφικής της Λουίζας Κακίση μας προσφέρουν, με έναν πολύ ευαίσθητο και ποιητικό τρόπο, διάφορες αντιλήψεις της καθημερινής πραγματικότητας που ζει το ανθρώπινο ον στην πόλη, μόνο του ή κοντά στους άλλους. Η εικόνα είναι μια κλειστή, μια στιβαρή σύλληψη από κινηματογραφική ταινία. Μπορείς να οσφρανθείς, να αναπνεύσεις, να αγγίξεις, είσαι βυθισμένος μέσα στην εικόνα. Ασχολείται με την θετική όψη της ζωής. Τα έργα της πιστεύουν και αγαπούν τον κόσμο μας, τον άνθρωπο. Θαυμάζει, εξερευνά τα τοπία των πόλεων μέσα από τους χαρακτήρες της. Νέοι και ηλικιωμένοι πολίτες, άντρες και γυναίκες, παριστάνονται σε μια κοινή σύνοψη από το ταξιδιωτικό τους ημερολόγιο. Τα πρόσωπα και τα σώματά τους είναι ζωντανά και σε μόνιμο διάλογο με τον εαυτό τους, με τους άλλους, με τη φύση. Το καλλιτεχνικό έργο της Λουίζας Κακίση φανερώνει με χάρη τις διάφανες και μυστηριώδεις στιγμές της περαστικής μας ζωής».

Μαριλένα Πρέντα Σανκ (PhD), Καθηγήτρια, Εθνικό Πανεπιστήμιο Τεχνών, Βουκουρέστι, Ρουμανία

«Υπέροχα χρώματα, αγνά συναισθήματα, εξαιρετική προσπάθεια. Συνεχίστε».

Γιώργος Νικητιάδης, τ. Υφυπουργός Πολιτισμού, Νοέμβριος 2013

«Υπέροχη έκθεση, υπέροχη δουλειά!!! Αυτό είναι Τέχνη!!! Συγχαρητήρια!».

Μαρία-Γαβριέλλα Γιαταγάνα, Art Manager/Art Critic, Νοέμβριος 2013.

«Η πολυμορφία των μορφών και των θεμάτων σε καθηλώνουν… Χαιρετώντας την δύναμη της έμπνευσης, δεξιοτεχνίας και πάνω απ’ όλα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας της Κ. εύχομαι στο καλύτερο!».

Μαίρη Καμπουροπούλου, Ζωγράφος, Επ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου, Δεκέμβριος 2013.

«Η έκθεση της Λουίζας Κακίση αποτέλεσε για την πόλη μας μία εικαστική όαση στην πληθώρα εκθέσεων το 2013. Τα έργα της απλά, ευαίσθητα, με γνώση και δύναμη, μας μορφώνουν οπτικά και ψυχικά. Τα τοπία, καθηλωμένα στο πέρασμα του χρόνου, αποπνέουν ζωντάνια, ενέργεια και ξεχωριστή φωτεινότητα. Οι μορφές των ανθρώπων της λιτές και εκφραστικές. Συγχαρητήρια Λουίζα, σ’ ευχαριστούμε για την εικαστική σου προσφορά και για την τιμή που μας έκανες να εκθέσεις στο Μουσείο μας».

Νίκος Φρόνας, Πρόεδρος Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης Δήμου Ρόδου, Δεκέμβριος 2013.

«Τα έργα της ανοίγουν μια χαραμάδα για να φωτισθεί, όσο πιο αθόρυβα, η δική της αισθαντική, λιτή στάση δημιουργικότητας και ο βαθύτερος ψυχικός κόσμος της, στοιχεία με τα οποία συνθέτονται τα νοήματα της εικαστικής της αλήθειας. Στην θεματική της επιλογή συλλαμβάνει την συλλογικότητα του πραγματικού και του μη πραγματικού, ανάμεσα δηλαδή στο περαστικό και το αναλλοίωτο της Τέχνης, ισορροπώντας τα συνθετικά στοιχεία με τρόπους έκφρασης τέτοιους, ώστε να κάνουν το έργο κατανοητό , ενώ το θέμα παραμένει μέχρι τέλους στάδιο της γενικότερης σύνθεσης. Η επανάληψή του είναι εικαστικό εύρημα για να τονισθεί ο εσωτερικός λόγος της επιλογής, υποδηλώνοντας με τα πολλά έργα όχι μόνο την ευχέρειά της αλλά και το κύριο στοιχείο, δηλαδή τον ρόλο που παίζουν τα έργα ως ενότητες, στη μεταφορά του πραγματικού χρόνου σε εικαστικό χρόνο.Επεξηγώντας αυτή την παρατήρησή μου, σημειώνω ότι οι πρωταγωνιστές μέσα στην διάχυτη ατμόσφαιρα των χρωμάτων εμφανίζονται ως χαρακτηριστικές φιγούρες – θαμώνες, ίδιοι άνθρωποι την ίδια ώρα στην ίδια θέση, κάτι σαν κληρονόμοι, οι οποίοι συνυπάρχοντας συνθέτουν την ζεστή εσωτερική ομορφιά των χώρων και των σχέσεων ζωής. Μετά, όπως ακριβώς συμβαίνει, εμφανίζονται άλλοι και άλλοι και άλλοι κ.ο.κ. Έτσι παρατηρούμε και στα έργα της, το ένα δίπλα στο άλλο να κρατούν διαδοχικά τον χρόνο. Τέλος θα έλεγα ότι όλη η προσπάθεια της Λουίζας Κακίση διακρίνεται για τον ρεαλισμό, όχι μόνο σαν εικαστική έκφραση αλλά και για την αποφασιστικότητα και ειλικρίνειά της».

Σταμάτης Μεταξάς, Ζωγράφος, Ομότιμος Καθηγητής Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ), Νοέμβριος 2007

«Μας μιλούν όσο γίνεται πιο ζωντανά, μας υποβάλλουν, μας διεγείρουν τον ψυχισμό και τη φαντασία οι ζωγραφικές συνθέσεις της Λουίζας Κακίση Συνθέσεις βγαλμένες από την ψυχή και τα πλούσια σε ευαισθησία βιώματά της και δημιουργημένες με αυθεντικό μεράκι, ταλέντο αλλά και πάθος. Τοπία, σκηνές σε εσωτερικούς χώρους, “ανθρώπινες” απλές στιγμές και καταστάσεις μας φορτίζουν μέσ’από τον παλμικό χρωστήρα της, τον ρυθμό του ίχνους, την παλμικότητα του χρώματος. Σεμνά, ανεξάντλητα χαρισματικά, υποβλητικά στο άπειρο, τα έργα της μας συγκινούν, μας μορφώνουν οπτικά αλλά και ψυχικά. Υπάρχει μια ζωντάνια, ένα “δόσιμο”, μια αισθητική αλλά και ψυχολογική προσέγγιση, που αξιοποιείται στο έπακρον μέσ’ από το χρώμα και την ικανότητα σύνθεσης της άξιας δημιουργού. Κυρίως όμως βλέπουμε και αισθανόμαστε ένα ειλικρινές δόσιμο, μιαν αυθεντική και απόλυτα προσωπική δουλειά».

Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, Ιστορικός και Κριτικός της Τέχνης, Νοέμβριος 2007

«Η ζωγραφική της Λουίζας Κακίση δεν είναι μία. Η τέχνη της είναι όπως ο ίδιος ο άνθρωπος, πολλαπλή, πολυσύνθετη, αινιγματική. Δεν στέκεται σε ένα ιδιαίτερο –κεκτημένο– ιδίωμα, μια τεχνοτροπία, ένα άχυμο ύφος. Η δημιουργική φαντασία της, αν παίρνει πάντα αφορμή και βάση την “αντικειμενική” πραγματικότητα -ανθρώπους, σπίτια, καφενεία, δέντρα, πλατείες· κι αν προσπαθεί να μην απομακρύνεται από την “περιγραφική”, αναπαραστατική της καθημερινής ζωής πλευρά της εικαστικής πράξης, επανερχόμενη ξανά και ξανά στο αρχικό σκαρίφημα για να πλουτίσει με περισσότερο “νόημα” και λεπτομέρειες το θέμα της· δύσκολα αντιστέκεται στην πηγαία, βίαια τάση απαλλαγής από συμβάσεις και κανόνες αισθητικού ή ιδεολογικού χαρακτήρα, προκειμένου να εκφράσει επίσης, κυρίως, την εσωτερική, σε συνεχή εξέλιξη, προσωπική της φύση. Τους ρυθμούς και παλμούς, τις πολυειδείς μουσικές που κατοικούν μέσα της και που διοχετεύονται στα κάθε λογής θέματα. Βασικά εξπρεσιονιστικού χαρακτήρα, η ζωγραφική της βρίσκει νομίζω την καλύτερή της έκφραση στις πιο ενστικτώδεις, τις πιο αφαιρετικές – ή μάλλον “περιεκτικές” της μορφές. Όταν τα χρώματα απλώνονται με διαφάνεια και κινητικότητα ακουαρέλλας στην επιφάνεια του πίνακα ή πάλι με αδρές, πλατειές, μελωδικές πινελιές· υποδηλώνοντας πιο πολύ παρά σχεδιάζοντας· πλάθοντας και αναδεικνύοντας τις φόρμες, χτίζοντας ανορθόδοξα αλλά σοφά τον εικαστικό χώρο· φωτίζοντας εκ των ένδον φιγούρες και τοπία και εισχωρώντας βαθύτατα στην υπαρξιακή τραγικότητα των μοντέλων – και του κόσμου τους. Το δικό της κόσμο: διότι η αναζήτηση ιδιαίτερης εκφραστικής γλώσσας, νέων συνθέσεων και παραστάσεων, δεν είναι άλλο παρά η εξωτερίκευση, η απελευθέρωση συσσωρευμένων ψυχικών παρορμήσεων και συγκινησιακών εμπειριών: το έργο εκτινάσσει στην επιφάνεια του πίνακα ένα ολόκληρο, λαμπερό ή ερεβώδες σύμπαν αισθήσεων και φαντασιώσεων –όνειρα, αναμνήσεις, εντυπώσεις, περιπέτειες, ακόμα κι αφές– ενός ατόμου που ζει και συμμετέχει σ’ ένα συλλογικό, κοινωνικό γίγνεσθαι, αγωνιζόμενο με τον δικό του τρόπο ενάντια στη σιωπή. Με ζωγραφικό μένος και πάθος».

Βάσια Καρκαγιάννη-Καραμπελιά, Ιστορικός και Κριτικός της Τέχνης, Νοέμβριος 2007

«Πολύ ωραία έργα, ιδιαίτερα τα τοπία. Το μεγάλο, το περίπτερο με το εκτυφλωτικό φως, είναι εκείνο που κρατά πιο πολύ την έκθεση».

Παναγιώτης Τέτσης, Ζωγράφος, Καθηγητής Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ), Ακαδημαϊκός, Νοέμβριος 2007

«Η δουλειά της Λουίζας Κακίση σε παρασύρει σ’ ένα εικαστικό-επικοινωνιακό περίπατο στην βαθύτερη δημιουργική αναζήτηση μορφών και χρωμάτων αφενός και αφετέρου στις ανθρώπινες σχέσεις της καθημερινότητας, προσπαθώντας να τις γεφυρώσει με την δική της συναισθηματική ευαισθησία και αγάπη για τον άνθρωπο. Η δουλειά της σε αγγίζει γιατί είναι και θα είναι διαχρονική».

Μαίρη Καμπουροπούλου, Ζωγράφος, Λέκτορας Πανεπιστημίου Αιγαίου, Πρόεδρος Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης Δήμου Ροδίων, Νοέμβριος 2007

«Γνησιότητα και αμεσότητα ως προς την ακριβή επεξεργασία του θέματος που με την ίδια κίνηση επαναθέτει και προωθεί το ζήτημα της αναπαραστατικότητας όπως τίθεται και πάλι (και πάντα) σήμερα».

Αλεξάνδρα Μουρίκη, Θεωρητικός της Τέχνης, Λέκτορας Αισθητικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πάτρας, Νοέμβριος 2007

«Μου άρεσε η μελαγχολία που αποτυπώνεται στα ζωηρά χρώματα και η μοναξιά στα πρόσωπα. Ξέρω πως ακούγεται παράξενο “μελαγχολία στο ζωηρό χρώμα” αλλά έτσι εγώ το εισέπραξα. Μου άρεσαν πολύ τα τοπία. Σαν μικρά ποιήματα, μου φάνηκαν. Το “φανταστικό τοπίο” καταπληκτικό. Πιο πολύ από όλα τα ανθρώπινα τοπία, μου άρεσε το κορίτσι με τα κόκκινα… σαν να ταξιδεύει ακίνητη. Μου άρεσε πολύ η δουλειά σας».

Άννα Παναγιωταρέα, Νοέμβριος 2007

«Προικισμένη με μια μεγάλη ικανότητα στο να πλάθει τα θέματά της μέσα από το ιδιότυπα ιδωμένο φως, … δημιουργεί-προκαλεί σκηνικές εντυπώσεις με λιτά μέσα και με ένα χαρισματικό ποιητικό τρόπο… Στην ενότητα των «Νυχτερινών» …μας αποκάλυψε μιαν εικαστική φαντασμαγορία μέσα από το φως. Φως που μετουσιώνει σε οράματα και σε σχεδόν άυλες καταστάσεις τα πιο πεζά αντικείμενα και τις καταστάσεις της καθημερινότητας έτσι ώστε να μας προσφέρει μιαν “άλλη” θέαση. Θέαση που οξύνει το δημιουργικό ένστικτο και τη φαντασία μας έτσι ώστε σε καμία περίπτωση να μην παραμένουμε αδιάφοροι μπροστά στα έργα της. Φως, ακόμη, που απομονώνει ή αντίθετα υπογραμμίζει καίρια σημεία δίχως ποτέ να πολώνει τον ψυχισμό μας ή να ακινητοποιεί την οπτική μας αντίληψη. Αντίθετα, την ενεργοποιεί ιδιαίτερα, υποβάλλοντας κάθε φορά πολύ περισσότερα από όσα εμφαίνονται σε πρώτη όψη. Καίριοι μέσα από το χρώμα-φως, οι εικαστικοί χειρισμοί στα έργα της Κακίση, ενεργοποιημένοι μέσα από το εξωτερικά ευαισθητοποιημένο χρώμα και το επίσης εξαιρετικά παλμικό-κινητικό ίχνος, δραστηριοποιούν μια μορφή, ψυχολογούν ένα πρόσωπο, εγκαθιστούν μιαν ατμόσφαιρα, για να μας εντυπωσιάσουν οποιοδήποτε και αν είναι το εκάστοτε θέμα… Θέματα που μετουσιώνονται αυτοδύναμα σε καταστάσεις, σε ψυχολογικά στιγμιότυπα, σε ποιητικές μαρτυρίες, ακόμη και σε οράματα. Οράματα που μαρτυρούν σε κάθε περίπτωση τις σχεδόν τηλεπαθητικές εικαστικές ικανότητες της ζωγράφου, με τις οποίες αντιλαμβάνεται, σφυγμομετρεί και προβάλλει τη μεταφυσική υφή των πραγμάτων, την “άλλη” πλευρά, που δεν μπορούμε να την αντιληφθούμε με τις κοινές μας αισθήσεις. Περιβεβλημένο ένα στιβαρό έρμα, το έργο της προβάλλει πομπός και δέκτης ουσιαστικών, διαχρονικών μηνυμάτων που αφορούν, πέρα από την όρασή μας, αυτόν καθαυτόν τον ψυχισμό μας. Σε ένα ευρηματικό κάθε φορά μεταίχμιο ανάμεσα στην παραστατικότητα και την αφαίρεση, οι ζωγραφικές της συνθέσεις αποτελούν και από μια χρυσή τομή σε ό,τι αφορά την αίσθηση της ύλης και την υποβολή μιας ρέουσας ατμόσφαιρας, που μας γοητεύει ανεξάντλητα».

Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, Ιστορικός και Κριτικός της Τέχνης, 2006.

«Η αλήθεια και η πρωτοτυπία, που είναι από τα σπουδαιότερα στοιχεία ενός έργου Τέχνης, υπάρχουν στα έργα της. …Αποδίδει την ουσία των πραγμάτων χωρίς περιττά στολίδια, με απλότητα, ευαισθησία, γνώση αλλά και δύναμη. Τα έργα της παρουσιάζονται λιτά και απέριττα. Η σύνθεση-δομή τους είναι γερή και οι συνδυασμοί των χρωμάτων της μας κάνουν να ονειρευόμαστε. Στη θεματολογία και στο περιεχόμενο των έργων της περιλαμβάνονται η σχέση ζωής και θανάτου…, η μοναξιά αλλά και οι ανθρώπινες σχέσεις»

Θόδωρος Παπαγιάννης, Γλύπτης, Καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ), 11/6/2004.

«Τα έργα της Λουίζας Κακίση είναι έργα “μουσείου” και όχι “γκαλερί”. Ο λόγος είναι ότι είναι έργα σεμνά, με έναν χαρακτήρα και οπτικό πρίσμα ειδικό (νοτούρνο), με θέμα φιλοσοφικό: Τη σχέση ζωής και θανάτου. Επιπλέον, έργα μουσείου είναι και λόγω της άριστης τεχνικής τους, συνεχίζοντας σε σύγχρονη γλώσσα την κλασική μαεστρία. Το καλλιτεχνικό όραμα της Λουίζας Κακίση είναι ένας εκ βάθους συλλογισμός του κόσμου»

Souzana Fantanariu, Καθηγήτρια Χαρακτικής του Πανεπιστημίου West, Timisoara, Ρουμανία, Αύγουστος 2002.

«Τη δουλειά της χαρακτηρίζουν η εξπρεσιονιστική χρήση του χρώματος και ο σκηνογραφικός-θεατρικός χώρος. Στα τελευταία έργα της ο χώρος γίνεται περισσότερο προβληματικός, με αντιθέσεις φωτεινών και σκοτεινών επιφανειών, με χρώματα που υποβάλλουν μια φορτισμένη συναισθηματική ατμόσφαιρα».

Γιάννης Μπόλης, Ιστορικός της Τέχνης, Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, Μέλισσα, 1998, τ.2 σ.67-68. 

«Συνέλαβε τη βαθύτερη αποστολή της ζωγραφικής δημιουργίας. Βρήκε τη δύσκολη, την κρυμμένη είσοδο στο ιερό άλσος της τέχνης. Επομένως γνωρίζει πως ο ανώτατος και έσχατος λόγος της πλαστικής τέχνης είναι η συνεχής διερεύνηση των άμετρων εκτάσεων της ανθρώπινης ψυχής. Του συσσωρευμένου συναισθηματικού μας φόρτου με τις υπνώττουσες μνήμες, που επικάθονται στρωματικά απ’τα απόμακρα χρόνια της προϊστορίας του ανθρώπου. Κι απ’αυτή τη βαθιά γνώση ξεκινά η ζωγραφική της Κακίση. Ερευνά, πασχίζει ν’ ανοίξει προσβάσεις στη συναισθηματική ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης…. Θέμα –γραφή– ύφος της ζωγραφικής της συγκλίνουν να μορφοποιήσουν, άλλοτε τον εκτεταμένο εικαστικό χώρο (πίνακες μεγάλων διαστάσεων) άλλοτε τη χρωματική μελωδικότητα (πολύχρωμη σύνθεση) κι άλλοτε τη νοητική κυβιστική δομή των αντικειμένων (μεμονωμένα σπίτια). Τούτα τα μοναχικά κτίσματα, τοποθετημένα σ’ ένα σιωπηλό, σ’ένα ημιφωτισμένο χώρο, είναι σαν κάτι ιστορικά διηγήματα . Δίνουν την εντύπωση πως χύνουν δάκρυα για ό,τι περνά και χάνεται. Στεκόμαστε στα πρόσφατα έργα της. Τοποθετημένες οι παραστάσεις, σπίτια, άνθρωποι, συνθέσεις, σε μια σκοτεινιά, σκεπασμένα μ’ ένα μαύρο σύννεφο, προκαλούν βαθιές χαράξεις στη ψυχή μας. Τα εικονιζόμενα είναι υπαρκτά. Η τοποθέτησή τους, η περιρρέουσα χρωματική ατμόσφαιρα, μετουσιωμένα, μεταπλασμένα στην υπερβατική τους αίσθηση… Μήπως η Λουίζα Κακίση εκφράζει εικαστικά τη σύγχρονη συλλογική ψυχή; Τούτο το ζοφερό αδιέξοδο του σημερινού κόσμου, που δεν ακούει σήμαντρα από κάποια Ιεροσόλυμα, ούτε βλέπει πλεούμενα να υψώνουν ιστία για λιμένες πρωτοϊδωμένους».

Νίκος Αλεξίου, «Ριζοσπάστης», 21/11/1992.

«Έξοχη η δουλειά της Λουίζας Κακίση. Μου έδωσε βαθιά χαρά και συγκίνηση. Δεν είναι μόνο η τέχνη της –σχέδιο, χρώμα, σύνθεση– δεν είναι μόνο η ατμόσφαιρα που σε μαγεύει, είναι και η ανθρωπιά και η στοργή για τα ανθρώπινα πλάσματα που σφραγίζουν τα έργα της».

Αντώνης Σαμαράκης, Λογοτέχνης, Σεπτέμβριος 1983.

«Αδρές πινελιές γνήσιας ζωγραφικής, αυτής της ζωγραφικής που πιάνεται με ένα ανοιγόκλειμα του ματιού και μένει στη διάρκεια του χρόνου. Από τέτοιες καθαρές ματιές, μαρτυρίες των καιρών, έχομε όλο και πιο πολλή ανάγκη σήμερα».

Σπύρος Βασιλείου, Ζωγράφοσ, Οκτώβριος 1979. 

«Διαπιστώνεται άμεσα η ευχέρεια, η κατακτημένη ελευθερία… Μια εξωτερική συγκίνηση δένει την δημιουργό με το θέμα της. Αλλά η διάθεσή της είναι βαθύτερη, έρχεται από πλούσια κοιτάσματα βιωματικά».

Ντιάνα Αντωνακάτου, Ζωγράφος, «Πολιτικά Θέματα», Οκτώβριος 1979.

«Ακόμα και κει που απουσιάζει η ανθρώπινη παρουσία, είναι γεμάτα απ’αυτή… Πετυχαίνει ένα σεμνό πλησίασμα στις μνήμες που εξορίστηκαν, σ’ ότι απόμεινε ανάμεσά μας και διώκεται. Μια στάση αθόρυβη, χωρίς φανφάρα δασκαλίστικη, μα απλή και τρεχούμενη. Δε βασανίζεται από το χρέος της τέχνης να ακολουθήσει τον καιρό. Και είναι όλα τόσο απλά και πεντακάθαρα στη δουλειά της… Έτσι πως κερδίζει το βλέμμα, το περπάτημα αφήνει ελεύθερο, χωρίς προφητικά κακομηνύματα, χωρίς βιασμό της συνείδησης του παρατηρητή, χωρίς κριτική, αλλά έτσι με κατανόηση και συμπόρευση της μοίρας της με κείνου, τραγική συντροφιά στο μεγάλο παράδοξο που παίζεται μπρος στα έκπληκτα μάτια μας». 

Κώστας Γελαντάλης, «Τεχνοδομικά», Οκτώβριος 1979.

«Μια ανθρωπιά εκφραστική και στοχαστική μαζί, μέσα από τις εικόνες της ζωής…με μια απλότητα αλλά και αφαίρεση μαζί… Το έργο της στο χρωματικό κόσμο παίρνει παρορμήσεις, γεννιέται μπορεί να πει κανείς σε παροξυσμό και ελεύθερα στροβιλίζεται δυναμικά… Δεν φωνάζουν χρωματικά, εκφράζουν την ψυχική δυνατότητα ενός κόσμου που υπάρχει γύρω μας και μας γοητεύει για την αληθοφάνειά του μέσα από το έργο της».

Χαρά Βιέννα, Οκτώβριος 1979.

Βιβλιογραφικές αναφορές στο έργο της Λουίζας Κακίση

  • Λεξικό “Dictionnaire Cotation Artistes 2014,  du XVe siècle à nos jours ”, Guid Arts,  13e édition, Παρίσι 2014, σ. 352
  • International Dictionary of Artists, Volume 1 by WWAB (World Wide Art Books), Santa Barbara California (C A), U.S.A. 2011, σελ. 175.
  • LLEI D’ART, Art Magazine. La revista de Arte Independiente, Lleida España, Trazos Art Marketing.
  • «Guid’Art 2009, Artistes Contemporains Cotes», Larousse diffusion, Paris, 2009, σελ. 82
  • Sorriano Christian, « Dictionnaire Cotation des Artistes, du Xve siecle a nos jours », Larousse diffusion, Paris, 2009, σελ. 371.
  • Κώστας Θεοφάνους, «Οι Εικαστικές Τέχνες στον Πειραιά 1884-2004. Πειραιώτες ζωγράφοι και Γλύπτες», Νομαρχία Πειραιά, Πειραιάς 2006, σελ. 206, 311
  • Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, Λεύκωμα Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2006, σσ. 66-68
  • Γιάννης Μπόλης, Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών 16ος – 20ος αιώνας, Μέλισσα, Τόμος 2, Αθήνα 1998, σσ. 67-68
  • Γενική Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, Cambridge, Ήλιος, εκδ. Τέσσερα Έψιλον, Αθήνα 1992, σ. 1 762
  • Who’s Who in International Art, International biographical art dictionary, Λωζάνη 1991-92, σ. 234
  • Annuaire National des Beaux Arts, Ed. Thibaud, Paris 1990, σ. 718
  • Annuaire de l’ Art International, Editions Sermadiras, Paris 1989, σ. 1275.
  • Νίκη Λοϊζίδη, Έλληνες Καλλιτέχνες του Εξωτερικού, Υπουργείο Εξωτερικών – Διεύθυνση Αποδήμων Ελλήνων, Αθήνα, 1983, σ. 49
  • Διεθνής Επετηρίδα Εικαστικών Τεχνών της Ουνέσκο, L’ OfficieΙ des Arts, Τόμ. Ι, Γαλλία, 1978, σσ. 168,358.
  • Στέλιος Λυδάκης, Οι Έλληνες Ζωγράφοι, Μέλισσα, Τόμ. 4, Αθήνα 1977, σσ. 498-499.

Παρουσιάσεις, Κριτικές που έχουν δημοσιευθεί

  • Constantin Gherasim, 2005, εφημερίδα «Ziarul de Bacau», Μπακάου Ρουμανία, 12/8/2005 σ.1
  • Ετήσιο περιοδικό «Programul Activnilor Culturale – Sintesa», έκδοση του Centrul de Cultura Rosetti Tescanu George Enescu, 2002, σσ. 33-34
  • Constantin Gherasim, 2002, εφημερίδα «Ziarul de Bacau», Μπακάου, Ρουμανία, 14/8/2002
  • Νίκος Αλεξίου, 1992, εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 21/11/1992
  • Κυριάκος Βαλαβάνης, «Σμυρναίος», 1992, εφημερίδα «Ελεύθερη Ώρα» , 9/11/1992
  • Ευθύμιος Λαζόγκας, 1986, εφημερίδα «Ελευθερία», Λάρισα, 15/2/1987
  • Κώστας Θεοφάνους, 1986, «Η φωνή του Πειραιώς», 9/12/1986
  • Αννα Χαρβαλιά, 1986, εφημερίδα «Χρονογράφος», 24/11/1986
  • Αννα Χατζηγιαννάκη, 1985, περιοδικό «Αθηνόραμα», 23-29/5/1985
  • Όλγα Μπατή, 1984, περιοδικό «Γυναίκα», 26/12/1984
  • Βάσος Κουντουρίδης, 1984, «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», τόμος 41, σ. 434
  • Βάσος Κουντουρίδης, 1980, περιοδικό «Πειραϊκή-Πατραϊκή»
  • Κώστας Γελαντάλης, 1979, περιοδικό «Τεχνοδομικά», τεύχος 27, σσ. 15-19
  • Έφη Ανδρεάδη, 1979, εφημερίδα «Το Βήμα», 23/10/1979
  • Κοσμάς Λιναρδάτος, 1979, εφημερίδα «Καθημερινή», 15/10/79
  • Ντιάνα Αντωνακάτου, 1979, «Πολιτικά Θέματα», Οκτώβριος 1979
  • Εφημερίδα «Η Βραδυνή», 13/3/1976
  • Εφημερίδα «Η φωνή του Πειραιώς», 12/3/1976
  • Christian Bontzolakis, εφημερίδα «Independance», Παρίσι, Γαλλία, 3/3/1976
  • Αννα Χαρβαλιά, 1970, εφημερίδα «Χρονογράφος» Πειραιάς, 5/12/1970, σ. 1
  • Σωτηρία Ράλλη, 1966, εφημερίδα «Πειραιεύς», 9/6/1966, σ. 2α